- αττικισις
- ἀττίκισις-εως ἥ аттическая манера, аттицизм Luc.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αττίκισις — ἀττίκισις, η (Α) [αττικίζω] ο αττικισμός … Dictionary of Greek
Ἀττίκισις — Attic style fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀττικίσεων — Ἀττικίσεω̆ν , Ἀττίκισις Attic style fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀττικίσεως — Ἀττικίσεω̆ς , Ἀττίκισις Attic style fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)